φαβοριτισμός

φαβοριτισμός
ο фаворитизм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φαβοριτισμός" в других словарях:

  • φαβοριτισμός — ο (λ. γαλλ.), ευνοιοκρατία, χαριστικότητα, εύνοια, προτίμηση: Στις δικτατορίες επικρατεί φαβοριτισμός στη χορήγηση δανείων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαβοριτισμός — ο, Ν ευνοιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. favoritisme < γαλλ. favorite «αγαπητός, ευνοούμενος» (< ιταλ. favorito < ρ. favorire < λατ. favor «εύνοια», βλ. και λ. φαβορί) + κατάλ. isme] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»